παραπέταμα

παραπέταμα
το [παραπετώ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραπετώ, εγκατάλειψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραπέταμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του παραπετώ, πέταμα παράμερα: Αν γνωρίζατε τι στοιχίζει στο κράτος το παραπέταμα των βιβλίων, δε θα το κάνατε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατρολάθησις — ήσεως, ή, Α αδιαφορία τού παιδιού για τον πατέρα, η παραμέληση, το παραπέταμα τού πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + θ. λαθ τού λανθάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαθ ον + κατάλ. ησις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”